ντερβισάτο

ντερβισάτο
ντερβισάτο, τὸ (Μ)
το μέρος όπου κατοικούσαν οι δερβίσηδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. ντερβίσης + κατάλ. -άτο (πρβλ. καπεταν-άτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”